- Ποσειδανιασταί
- Ποσειδᾱνιασταί, οἱ, guild ofA worshippers of Poseidon at Rhodes, Annuario 8/9.322; [full] Ποσειδωνιασταί, at Delos, SIG726.1 (i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποσειδανιασταί — και ποσειδωνιασταί, οἱ, Α θίασος λατρευτών τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδάνια/Ποσειδώνια + κατάλ. ιαστής πιθ. μέσω αμάρτυρου *ποσειδανιάζω/* ποσειδωνιάζω] … Dictionary of Greek
ποσειδωνιασταί — οἱ, Α βλ. ποσειδανιασταί … Dictionary of Greek